- λαμνοκοπώ
- λαμνοκόπησα, τραβώ κουπί, κωπηλατώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λαμνοκοπώ — και λαμνοκωπώ κωπηλατώ, λάμνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαμνοκοπῶ < λαμνοκόπος και ο τ. λαμνοκωπῶ είναι επαναληπτικό σύνθετο < λάμνω «κωπηλατώ» + κωπῶ (< κώπη)] … Dictionary of Greek
-κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… … Dictionary of Greek